πυροτέχνης

πυροτέχνης
και πυροτεχνίτης, ο, Ν
1. ο κατασκευαστής πυροτεχνημάτων
2. στρ. ο πυροτεχνουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πυροτέχνης < πυρ, πυρός + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. βιο-τέχνης, και μαρτυρείται από το 1772 στον Ευγ. Βούλγαρι, ενώ ο τ. πυροτεχνίτης (< πυρ, πυρός + τεχνίτης) μαρτυρείται από το 1814 στον Αναστάσιο ιερέα Οικονόμο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”